Τον Ιούλιο του 2000, ο Μπασάρ αλ Άσαντ αναδείχθηκε ως ο νέος πρόεδρος της Συρίας, συγκεντρώνοντας το 97% των ψήφων, χωρίς να έχει αντίπαλο. Ανέλαβε τη θέση διαδεχόμενος τον πατέρα του, Χαφέζ αλ Άσαντ, ο οποίος είχε κυβερνήσει τη χώρα για τρεις δεκαετίες.
Αμέσως μετά την εκλογή του, ο Μπασάρ αλ Άσαντ διορίστηκε γενικός γραμματέας του κυβερνώντος κόμματος Μπάαθ και επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων. Για να μπορέσει να εκλεγεί, το συριακό Κοινοβούλιο, ελεγχόμενο από το Μπάαθ, άλλαξε το Σύνταγμα, μειώνοντας την απαιτούμενη ηλικία εκλογής από 40 στα 34 χρόνια, ακριβώς στην ηλικία του Μπασάρ.
Ως το τρίτο παιδί του Χαφέζ αλ Άσαντ, ο Μπασάρ φαινόταν να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του λαού. Με ύψος 1,90 μ., γαλάζια μάτια και ήπιο χαρακτήρα, είχε σπουδάσει ιατρική στη Δαμασκό και θεωρείτο ουμανιστής, προορισμένος να θεραπεύει τους ασθενείς.
Μετεκπαιδεύτηκε στο Λονδίνο, όπου ειδικεύτηκε στην Οφθαλμολογία. Εκεί, παντρεύτηκε τη Βρετανοσύρια Ασμα, η οποία εργαζόταν σε επενδυτική τράπεζα. Η ζωή τους στην Αγγλία δεν προμήνυε τις σφοδρές σφαγές που θα ακολουθούσαν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του.
Αρχικά, ο Μπασάρ αλ Άσαντ παρουσίασε μια πιο σύγχρονη εικόνα από τον πατέρα του, προχωρώντας σε προεδρική αμνηστία και απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων. Ωστόσο, οι συλλήψεις και οι διώξεις συνεχίστηκαν κρυφά.
Αν και προχώρησε σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ωφέλησαν μια μικρή ελίτ, η εικόνα του ως φιλελεύθερου ηγέτη προσελκύσε την προσοχή της Δύσης, κυρίως λόγω του μοντέρνου στυλ της οικογένειας Άσαντ. Η Ασμα έγινε αντικείμενο θαυμασμού, με το περιοδικό «Vogue» να την αποκαλεί «το τριαντάφυλλο της ερήμου».
Η αρχή της προεδρίας του Μπασάρ αλ Άσαντ σηματοδότησε μια νέα εποχή για τη Συρία, γεμάτη προκλήσεις και αντιφάσεις, που θα καθόριζαν τη μοίρα της χώρας για πολλά χρόνια.