Στη βόρεια Συρία, τζιχαντιστές και αντάρτες εξαπέλυσαν τη μεγαλύτερη επίθεση τους εδώ και χρόνια εναντίον του καθεστώτος του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, καταλαμβάνοντας μέσα σε λίγες ημέρες σημαντικό μέρος του Χαλεπιού.
Η επιχείρηση ξεκίνησε την Τετάρτη, με τους τζιχαντιστές της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), που περιλαμβάνει το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα, να επιτίθενται σε περιοχές που ελέγχονταν από τον συριακό στρατό στην επαρχία του Χαλεπιού, καθώς και στη γειτονική Ιντλίμπ.
Μέσα σε τρεις ημέρες, οι επιθέσεις οδήγησαν στην κατάληψη δεκάδων χωριών και στην κυριαρχία «του μεγαλύτερου μέρους» των συνοικιών του Χαλεπιού, περιλαμβανομένων κυβερνητικών κτηρίων και φυλακών, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οι συγκρούσεις είχαν σοβαρές ανθρωπιστικές συνέπειες, με τουλάχιστον 311 θανάτους, συμπεριλαμβανομένων 183 μαχητών της HTS, 100 στρατιωτών και 28 αμάχων, σύμφωνα με αναφορές από μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Η Νταρίν Χαλίφα, ειδικός από το International Crisis Group, δήλωσε ότι η επιχείρηση προετοιμαζόταν για μήνες και είχε παρουσιαστεί ως μια αμυντική εκστρατεία ενάντια στους σφοδρούς βομβαρδισμούς του καθεστώτος. «Παρακολουθούν τις περιφερειακές και γεωστρατηγικές αλλαγές», αναφέρει.
Η επιχείρηση συμπίπτει με τη συμφωνία εκεχειρίας μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολάχ, ενώ οι τζιχαντιστές πιστεύουν ότι οι Ιρανοί έχουν αποδυναμωθεί και το καθεστώς του Άσαντ κλυδωνίζεται.
Η απώλεια περιοχών στο Χαλέπι αυτή τη στιγμή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς υπενθυμίζει την ανακατάληψη της πόλης από το καθεστώς το 2016, που είχε θεωρηθεί κρίσιμη νίκη για τον Άσαντ και τους συμμάχους του.
Η μάχη για το Χαλέπι υπήρξε σημείο καμπής στον συριακό πόλεμο, με την ισχυρή ρωσική παρέμβαση να καθορίζει τις εξελίξεις. Σήμερα, το Κρεμλίνο καλεί τις συριακές αρχές να επαναφέρουν την τάξη, κατηγορώντας τις ΗΠΑ και το Ισραήλ για συνωμοσία.
Η επίθεση των τζιχαντιστών έρχεται σε μια ευαίσθητη διπλωματική στιγμή, καθώς οι σχέσεις Δαμασκού και Άγκυρας παραμένουν τεταμένες.