Στα παρασκήνια της γραφειοκρατίας, μέσα σε αμέτρητες σελίδες του Κτηματολογίου, κρύβεται μία από τις πιο καλά σχεδιασμένες και διαχρονικές απάτες των τελευταίων χρόνων. Αυτή η μέθοδος εξελίσσεται αθόρυβα, εκμεταλλευόμενη τα αδύνατα σημεία του νόμου και τις αδυναμίες ενός κρατικού συστήματος που λειτουργεί με αργούς και άνισους ρυθμούς.
Η απάτη δεν περιορίζεται σε μία μόνο περιοχή, αλλά αποτελεί πανελλαδικό φαινόμενο, κυρίως σε περιζήτητα παραθαλάσσια ακίνητα, εκτάσεις σε νησιά και οικόπεδα σε τουριστικές ζώνες ή ακριβές αστικές περιοχές όπως η Γλυφάδα, η Βούλα, η Κηφισιά, η Ρόδος, η Σαντορίνη και η Μύκονος. Εδώ, η σιωπή ενός παλιού ιδιοκτήτη ή η απουσία κληρονόμου γίνεται χρυσή ευκαιρία για τους επιτήδειους.
Η μέθοδος αυτή δεν απαιτεί θόρυβο. Δεν χρειάζονται σπασμένες πόρτες ή ψεύτικα έγγραφα. Χρειάζονται μόνο χρόνος, γνώση του συστήματος και οι κατάλληλες διασυνδέσεις. Ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας είναι η πληροφορία. Μέσω του Κτηματολογίου και συγκεκριμένων υπαλλήλων που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα, εντοπίζονται ακίνητα που έχουν καταγραφεί ως «αγνώστου ιδιοκτήτη».
Αυτές είναι περιουσίες που, αν και κτηματογραφήθηκαν, δεν δηλώθηκαν εμπρόθεσμα από τους νόμιμους ιδιοκτήτες. Οι λόγοι είναι συχνά ανθρώπινοι: ηλικιωμένοι που απεβίωσαν χωρίς διαθήκη ή κληρονόμους, Έλληνες του εξωτερικού που δεν ενημερώθηκαν για τη διαδικασία, διαλυμένες οικογένειες ή ακίνητα χωρίς τίτλους. Αφού εντοπιστεί το ακίνητο, κάποιος εμφανίζεται και υποβάλλει αίτημα διόρθωσης της αρχικής εγγραφής, υποστηρίζοντας ότι κατέχει το ακίνητο μέσω χρησικτησίας.
Συνήθως, παρουσιάζονται πλαστά ή μεθοδευμένα έγγραφα, όπως αποδείξεις πληρωμής ΕΝΦΙΑ ή λογαριασμούς ΔΕΗ, μαζί με ψευδομάρτυρες που καταθέτουν ότι «ο κύριος το έχει από το ’95». Η πραγματική παγίδα στήνεται όταν εμφανίζεται δεύτερος διεκδικητής, μέλος του ίδιου κυκλώματος, που ξεκινά αντιδικία για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση πραγματικής διαμάχης για το ακίνητο.
Η υπόθεση καταλήγει στα δικαστήρια, όπου αρχίζει ένας μαραθώνιος με ενστάσεις και αναβολές. Όποιος κι αν δικαιωθεί, το αποτέλεσμα είναι ίδιο: υπάρχει πλέον τίτλος, και το ακίνητο καθίσταται εμπορεύσιμο. Ο αγοραστής ή ο ανυποψίαστος επενδυτής αποκτά ένα «φιλέτο» χωρίς να γνωρίζει το βρώμικο παρασκήνιο. Έτσι, οι περιουσίες εκατομμυρίων ευρώ μεταφέρονται νόμιμα στα χαρτιά, παράνομα στην ουσία.
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η μέθοδος αυτή δεν αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν πως πρόκειται για ένα ευρύ δίκτυο, με γνώση των διαδικασιών και παρουσία σε πολλές περιοχές. Υπάλληλοι κτηματολογικών γραφείων, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι και ψευδομάρτυρες συνεργάζονται σιωπηλά για να συνθέσουν το τέλειο σκηνικό. Είναι μια μορφή εγκλήματος «λευκού κολάρου» που αφήνει πίσω του καθαρές αποφάσεις και ένα κράτος θεατή.
Δύο υποθέσεις στη Γλυφάδα, με συνολική αξία 14 εκατ. ευρώ, αποδεικνύουν ότι το σενάριο επαναλαμβάνεται, με μόνο διαφοροποιημένο το όνομα του πρωταγωνιστή. Η σιωπή του Κτηματολογίου και η αδυναμία των ιδιοκτητών να διεκδικήσουν έγκαιρα τα δικαιώματά τους, σε συνδυασμό με την δικαστική αναγνώριση μιας δήθεν «χρησικτησίας», δημιουργούν ένα τρίπτυχο υφαρπαγής. Όσο το κράτος δεν παρεμβαίνει και δεν ελέγχει τους τίτλους που προκύπτουν από τέτοιες διαδικασίες, η χώρα θα συνεχίσει να χάνει τα πιο πολύτιμα κομμάτια της.