Κάθε 19η Μαΐου, ο Ελληνισμός ζει με μια βαριά σκιά, αυτή της γενοκτονίας των Ποντίων. Ένα προμελετημένο έγκλημα που όχι μόνο αφάνισε ανθρώπινες ζωές, αλλά απείλησε και την ιστορική συνέχεια ενός ολόκληρου λαού. Οι χαμένες φωνές στα βουνά του Πόντου, οι φλεγόμενες κατοικίες και οι πορείες θανάτου στην ερημιά της Ανατολίας δεν αποτελούν απλώς ένα κομμάτι του παρελθόντος, αλλά παραμένουν μια ανοιχτή πληγή για την ελληνική ψυχή.
Η 19η Μαΐου έχει καθοριστεί ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Στις 19 Μαΐου 1919, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, σηματοδοτώντας την αρχή ενός δεύτερου, πιο φονικού κύματος της γενοκτονίας, το οποίο είχε ξεκινήσει νωρίτερα και διήρκεσε μέχρι το 1923. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, περίπου 353.000 Έλληνες του Πόντου – άνδρες, γυναίκες και παιδιά – εξοντώθηκαν με συστηματικό τρόπο.
Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής δείχνει ότι οι αρχές του 20ού αιώνα ευνοούσαν την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την απώλεια εδαφών, η εθνικιστική κυβέρνηση των Νεοτούρκων, παρά τις υποσχέσεις για αυτονομία, προχώρησε σε «προληπτικά μέτρα» για την εξασφάλιση της επιβίωσης του κράτους και την αμιγή τουρκική μετατροπή του. Αυτά τα μέτρα περιλάμβαναν τη βίαιη εκδίωξη και την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυροχαλδαίων.
Η επιχείρηση αυτή ήταν συστηματικά οργανωμένη και στοχευμένη στην εξάλειψη της ελληνικής παρουσίας στον Εύξεινο Πόντο, μια παρουσία που μετρούσε σχεδόν 3.000 χρόνια. Οι διώξεις είχαν ξεκινήσει πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με πρώτο στόχο τους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας το 1914, και ακολούθησε η «μεγάλη σφαγή» των Αρμενίων το 1915. Μέχρι το 1916, οι Έλληνες του Πόντου βρέθηκαν στο στόχαστρο.
Η εθνικιστική ιδεολογία των Νεοτούρκων, που υποστήριζε «ένα κράτος, μία γλώσσα, μία θρησκεία, ένας λαός: ο Τούρκος», θεωρούσε κάθε μη μουσουλμανική κοινότητα ως απειλή. Οι διώξεις Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων δεν ήταν αποσπασματικά επεισόδια, αλλά αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου εξάλειψης των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι διώξεις στον Πόντο κλιμακώθηκαν σε γενοκτονία. Από το 1915, οι τουρκικές αρχές κατηγόρησαν τους Έλληνες στρατιώτες για συνεργασία με τον εχθρό. Χιλιάδες άνδρες από τις χριστιανικές κοινότητες οδηγήθηκαν σε τάγματα αναγκαστικής εργασίας, όπου η θνησιμότητα ήταν εξαιρετικά υψηλή. Οι συνθήκες σε αυτά τα τάγματα ήταν τόσο σφοδρές που ισοδυναμούσαν με θανατική καταδίκη.
Πολλοί άμαχοι προσπάθησαν να διαφύγουν, οργανώνοντας αντάρτικο, αλλά οι σφοδρές αντιδράσεις των αρχών είχαν τραγικά αποτελέσματα. Στην επαρχία Κερασούντας, 88 ελληνικά χωριά κάηκαν μέσα σε τρεις μήνες και περίπου 30.000 Έλληνες εκτοπίστηκαν πεζοί προς την Άγκυρα, με μεγάλο ποσοστό να χάνει τη ζωή του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους.
Μέχρι το 1917, η διεθνής κοινότητα είχε ήδη επίγνωση της τραγωδίας. Ο Henry Morgenthau, Αμερικανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, προειδοποιούσε για τις επιθέσεις κατά των Ελλήνων, αναγνωρίζοντας ότι «οι Έλληνες, όπως και οι Αρμένιοι, βρίσκονται στο στόχαστρο της ίδιας μηχανής εξόντωσης». Οι αναφορές της εποχής περιέγραφαν με γλαφυρότητα τη συστηματική καταστροφή και την απελπισία των πληθυσμών.