Η μονιμότητα των υπαλλήλων στο Ελληνικό Δημόσιο, η οποία διαρκεί 114 χρόνια, είναι ένα ζήτημα που θα εξεταστεί στο πλαίσιο της Συνταγματικής Αναθεώρησης, όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Η απόφαση αυτή στοχεύει στην υπέρβαση της «δύναμης αδράνειας» που προκαλεί η διαρκής ύπαρξή της.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης υποδέχτηκαν την είδηση με επιφυλακτικότητα, θεωρώντας την ως απόπειρα αποπροσανατολισμού από την κρίση στα Τέμπη, και αναμένουν από την κυβέρνηση να αποκαλύψει τις προθέσεις της κατά τη συγκρότηση της Επιτροπής Συνταγματικής Αναθεώρησης στο τέλος του έτους.
Η μονιμότητα, η οποία παραμένει «κλειδωμένη» στο άρθρο 103 του Συντάγματος, υπήρξε διαχρονικά το κύριο κίνητρο για την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων στο Δημόσιο. Αυτή η κατάσταση έχει εξυπηρετήσει πελατειακούς μηχανισμούς και πολιτικές καριέρες, στοιχίζοντας στους φορολογούμενους περίπου το 10% του ΑΕΠ ετησίως πριν από την είσοδο της χώρας στο πρώτο μνημόνιο.
Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων εισήχθη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1911, μέσω του άρθρου 102 παρ. 2 του Συντάγματος, με στόχο την εξασφάλιση σταθερότητας στη δημόσια διοίκηση, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα λόγω των συχνών αλλαγών κυβερνήσεων.
Η επιρροή της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, η οποία αναγνώρισε τον δημόσιο υπάλληλο ως «όργανο του Λαού», είχε φθάσει και στην Ελλάδα, με τη Δύση να υιοθετεί μοντέλα μόνιμης εργασίας στο Δημόσιο ως θεμέλιο για την παραγωγική της βάση.
Οι φόβοι και οι αντιδράσεις των δημοσίων υπαλλήλων απέναντι στις πολιτικές αλλαγές και τις απολύσεις είχαν γίνει αντικείμενο σχολιασμού ακόμα και από τους λογοτέχνες του 19ου αιώνα. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου, για παράδειγμα, είχε αναφερθεί στην πλατεία Κλαυθμώνος, όπου συγκεντρώνονταν οι δημόσιοι υπάλληλοι για να διαμαρτυρηθούν.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ωστόσο, επικεντρώθηκε στην ανάγκη αποκομματικοποίησης του Δημοσίου, επισημαίνοντας την ανάγκη απεξάρτησης της διοίκησης από κομματικές επιρροές.
Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι την είσοδο της χώρας στο μνημόνιο, η ίδια η ελληνική δημόσια διοίκηση δεν είχε ακριβή εικόνα του μεγέθους της. Κατά την άφιξη της τρόικας, οι προσλήψεις γίνονταν μέσω φαξ και καταγράφονταν χειρόγραφα. Όταν υλοποιήθηκε η «Απογραφή», διαπιστώθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο αριθμούσε 929.204 υπαλλήλους μέχρι το τέλος του 2009, με ετήσιο κόστος μισθοδοσίας 24,5 δισ. ευρώ.
Μετά από απολύσεις και διαθεσιμότητες, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκε σε 664.791 μέχρι το τέλος του 2013, με το κόστος μισθοδοσίας να ανέρχεται σε 15,8 δισ. ευρώ. Η Ενιαία Αρχή Πληρωμών και το Ενιαίο Μισθολόγιο συνέβαλαν στη μείωση του μισθολογικού κόστους, καθώς μέχρι τότε υπήρχαν αβέβαιες πληροφορίες σχετικά με τους μισθούς των υπαλλήλων.
Κατά τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, η μείωση του προσωπικού του Δημοσίου συνοδεύτηκε από ελέγχους για τις προσλήψεις, κυρίως αυτών που είχαν μονιμοποιηθεί με το Προεδρικό Διάταγμα Παυλόπουλου το 2004. Περίπου 50.000 υπάλληλοι, εκ των οποίων ο ένας στους τρεις φέρεται να είχε εισέλθει στη δημόσια διοίκηση με πλαστά πιστοποιητικά, υπόκεινταν σε ενδελεχείς ελέγχους.