Η κατάσταση στο Λος Άντζελες κλιμακώνεται, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να αναπτύξει εκατοντάδες μέλη της εθνοφρουράς για να αντιμετωπίσει τις διαμαρτυρίες κατά της πολιτικής του για την παράτυπη μετανάστευση. Αντικείμενο σφοδρής κριτικής από πολιτικούς και διαδηλωτές, η εν λόγω απόφαση έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις.
Μετά από πολλές ημέρες βίαιων επεισοδίων μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών, ο 78χρονος πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε την ανάπτυξη 700 πεζοναυτών, κάτι που θεωρείται ασυνήθιστο για τη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων εντός της χώρας.
Σύμφωνα με πληροφορίες από το Πεντάγωνο, η κινητοποίηση αφορά και 2.000 επιπλέον μέλη της εθνοφρουράς, που προστίθενται στους 2.100 που ήδη είχαν διαταχθεί να αναπτυχθούν στην πόλη. Η απόφαση αυτή έχει προκαλέσει οργή και ανησυχία, με πολλούς να κατηγορούν τον Τραμπ ότι επιδιώκει να κλιμακώσει την ένταση.
Η Κέλι Ντίμερ, μια 47χρονη διαδηλώτρια, δήλωσε ότι η ανάπτυξη στρατευμάτων ενάντια σε πολίτες είναι «αλλόκοτη» και υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον δημοκρατία.
Ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, Γκάβιν Νιούσομ, χαρακτήρισε την απόφαση του Τραμπ ως «διεστραμμένη φαντασία ενός δικτατορικού προέδρου» και προέβη σε νομικές ενέργειες κατά της ανάπτυξης της εθνοφρουράς, τονίζοντας ότι αυτή η παρέμβαση δεν έχει καμία σχέση με τη δημόσια ασφάλεια.
Ο Τραμπ, από την πλευρά του, δήλωσε μέσω των κοινωνικών δικτύων ότι η επέμβαση ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της τάξης και απείλησε τους διαδηλωτές με σφοδρή καταστολή.
Οι διαδηλώσεις στο Λος Άντζελες, που ξεκίνησαν με αφορμή τις συλλήψεις μεταναστών από τις ομοσπονδιακές αρχές, έχουν οδηγήσει σε 56 συλλήψεις και σε σκηνές βίας, όπως καμένα αυτοκίνητα και συγκρούσεις με τις δυνάμεις της τάξης.
Η δήμαρχος του Λος Άντζελες, Κάρεν Μπας, τόνισε ότι η κατάσταση είναι περιορισμένη και ότι η παρέμβαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι αδικαιολόγητη, χαρακτηρίζοντας την πόλη ως πεδίο δοκιμών για τις πολιτικές του Τραμπ.
Στο μεταξύ, ο γενικός εισαγγελέας της Καλιφόρνιας, Ρομπ Μπόντα, ανακοίνωσε ότι προσφεύγει στη δικαιοσύνη κατά της απόφασης του προεδρικού γραφείου, υπογραμμίζοντας τις συνταγματικές παραβιάσεις που αυτή ενδεχομένως συνεπάγεται.