Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για δύο δεκαετίες, έχουν εφαρμόσει μια ποικιλία στρατηγικών, από κυρώσεις και σαμποτάζ μέχρι κυβερνοεπιθέσεις και διπλωματία, προκειμένου να καθυστερήσουν την πορεία του Ιράν προς την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Η τελευταία εξέλιξη ήρθε το πρωί της Κυριακής, όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να προχωρήσει σε στρατιωτική επίθεση κατά των πυρηνικών υποδομών του Ιράν, ένα βήμα που οι προκάτοχοί του είχαν αποφυγή.
Σύμφωνα με ανάλυση των New York Times, η απόφαση αυτή είναι το πιο ριψοκίνδυνο βήμα της δεύτερης θητείας του Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τυχόν αντεκδικήσεις από την ιρανική ηγεσία, η οποία έχει στη διάθεσή της πάνω από 40.000 στρατιώτες εκτεθειμένους σε βάσεις στην περιοχή, οι οποίοι είναι εντός του βεληνεκούς των πυραύλων της Τεχεράνης.
Η ανάλυση τονίζει ότι ο Τραμπ ελπίζει να έχει πλήξει το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, περιορίζοντας τις δυνατότητες του Ιράν να το ανασυγκροτήσει στο μέλλον. Ωστόσο, το Ιράν έχει προειδοποιήσει ότι θα αποχωρήσει από τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων σε περίπτωση επίθεσης.
Ο Λευκός Οίκος περιγράφει την επιχείρηση αυτή ως προληπτική ενέργεια για την εξουδετέρωση μιας απειλής, αλλά η ιρανική πλευρά το βλέπει διαφορετικά, μιλώντας για τις συνέπειες της στρατιωτικής δράσης των ΗΠΑ στην περιοχή.
Μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, το Ιράν φαίνεται να είναι απομονωμένο στρατηγικά, με τους συμμάχους του να μην είναι παρόντες, γεγονός που ενισχύει την πίεση στους Ιρανούς να διατηρήσουν το πυρηνικό τους πρόγραμμα ως μέσο άμυνας.
Η ιστορία θα κρίνει αν η στρατηγική του Τραμπ θα αποφέρει καρπούς ή αν θα οδηγήσει σε μια νέα περίοδο εντάσεων στην περιοχή, με τις πιθανότητες αύξησης της ιρανικής πυρηνικής δραστηριότητας να είναι υπαρκτές.