Μια απλή παρατήρηση ότι ένας άνθρωπος που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ δεν θα γίνει στόχος κακοποιών στην Ελλάδα, εκτός αν υπάρχουν προσωπικά κίνητρα, οδήγησε την αστυνομία να εξετάσει το άμεσο περιβάλλον του Πολωνού καθηγητή που δολοφονήθηκε στην Αθήνα. Παρά τις προσπάθειες των δραστών να κρύψουν τα ίχνη τους μέσω κρυπτογραφημένων μηνυμάτων και ψεύτικων ηλεκτρονικών ίχνων, οι ερευνητές του τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής ξετύλιξαν το κουβάρι της υπόθεσης γρήγορα.
Από τις αρχικές έρευνες προέκυψε ότι οι εντάσεις μεταξύ του καθηγητή και της πρώην συζύγου του καθώς και του νυν συντρόφου της ήταν σημαντικές. Ο 35χρονος, ο οποίος ομολόγησε τη δολοφονία, είχε προσλάβει τρεις αλλοδαπούς συνεργούς στην Αργολίδα, υποσχόμενος τους 2.000 ευρώ για τη βοήθειά τους, ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο να επιτεθούν σε κάποιον που βίαζε παιδιά.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι συγγενείς του Πολωνού καθηγητή επιβεβαίωσαν ότι οι διαφωνίες του αφορούσαν κυρίως την πρώην σύζυγό του και τον σύντροφό της, με τους οποίους συγκατοικούσε. Ο 35χρονος είχε απειλήσει στο παρελθόν τον καθηγητή και είχε καταδικαστεί για βία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο 14χρονος γιος του 35χρονου χρησιμοποιήθηκε από τον δράστη για να δημιουργήσει άλλοθι κατά τη διάρκεια του εγκλήματος, με το κινητό του γιου να χρησιμοποιείται για επικοινωνία και καταγραφή κλήσεων.
Μετά το διαζύγιο, οι δύο γονείς είχαν συμφωνήσει ότι τα παιδιά θα παρέμεναν στην Ελλάδα με τη μητέρα τους, αλλά η 43χρονη είχε καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα για να αποτρέψει τα παιδιά να ταξιδέψουν με τον πατέρα τους στις ΗΠΑ. Η απόφαση του δικαστηρίου απορρίφθηκε μία μέρα πριν τη δολοφονία, γεγονός που προκάλεσε περαιτέρω εντάσεις.
Η αστυνομία χρησιμοποίησε τεχνολογία για να παρακολουθήσει τις κινήσεις των υπόπτων και να διαπιστώσει ότι ο δολοφόνος είχε διαφύγει με ένα Πόρσε Καγιέν, το οποίο αργότερα εντοπίστηκε και συνδέθηκε με τους συνεργούς του. Από τους πέντε κατηγορούμενους, οι τέσσερις έχουν ομολογήσει την ενοχή τους, ενώ η πρώην σύζυγος αρνείται οποιαδήποτε εμπλοκή.