Πριν από επτά χρόνια, το 2018, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχαν συναντηθεί στη Φινλανδία, κατόπιν πρόσκλησης του τότε προέδρου Σάουλι Νιινίστο. Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας δεν ήταν ευνοϊκές, κυρίως λόγω των ανησυχιών για ρωσική παρέμβαση στις εκλογές του 2016 και την κρίση στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με ανάλυση του Guardian, ο Τραμπ βγήκε από τη συνάντηση εκείνη αναστατωμένος, πείθοντας τους συμβούλους του ότι η Ρωσία δεν είχε καμία ανάμειξη στις εκλογές, επιθυμώντας μάλιστα να τελειώσει γρήγορα τη συνέντευξη Τύπου.
Στη νέα συνάντηση που θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή στην στρατιωτική βάση Έλμεντορφ της Αλάσκας, το διακύβευμα φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερο. Παρά τις επιφυλάξεις του Λευκού Οίκου, ο Τραμπ έχει αναφερθεί σε «ανταλλαγή εδαφών» μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, χωρίς την παρουσία του Ουκρανού ηγέτη.
Οι Ευρωπαίοι ανησυχούν μήπως ο Τραμπ, με την «βαριά» ατζέντα του 2025, υιοθετήσει τις θέσεις του Κρεμλίνου μετά τη συνάντηση. Ο Πούτιν αναμένεται να προσπαθήσει να επηρεάσει τη στάση του Τραμπ σχετικά με την ειρηνευτική συμφωνία, με σκοπό να εξασφαλίσει το μέγιστο όφελος για τη Ρωσία.
Η συνάντηση αυτή χαρακτηρίζεται από αναλυτές ως μια νέα Γιάλτα, παραπέμποντας στη συμφωνία του 1945, όταν οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση και η Βρετανία καθόρισαν τη μοίρα της Ευρώπης χωρίς τη συμμετοχή των χωρών αυτών.
Ο Τραμπ, ωστόσο, δήλωσε ότι θα κατανοήσει γρήγορα αν η συνάντηση θα έχει αποτέλεσμα και θα ενεργήσει αναλόγως. Αυτή η κυκλοθυμία στην εξωτερική πολιτική μπορεί να δώσει πλεονέκτημα στους αντιπάλους των ΗΠΑ, ενώ οι ηγέτες όπως ο Σι Τζινπίνγκ προτιμούν να είναι καλύτερα προετοιμασμένοι πριν από τις συναντήσεις τους με τον Τραμπ.
Αν και οι αποφάσεις που θα ληφθούν στη συνάντηση μπορεί να έχουν συνέπειες, η προηγούμενη ιστορία δείχνει ότι οι συμφωνίες του 2018 δεν υλοποιήθηκαν. Αυτή τη φορά, ωστόσο, το «μενού» περιλαμβάνει την Ουκρανία και οι συνέπειες αναμένονται να είναι σοβαρές.