Λίγο μετά τις 12, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, επισκέφθηκε το Μέγαρο Μαξίμου για συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η επίσκεψη του Ολλανδού πολιτικού στην Αθήνα έχει ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία, δεδομένων των σύνθετων ισορροπιών και των προκλήσεων που προκύπτουν από την κατάσταση στην Ουκρανία, τις πυρηνικές απειλές και τις εξελίξεις στην Αμερική μετά την εκλογή Τραμπ.
Πριν την επίσκεψη στο Μαξίμου, ο Ρούτε είχε συναντήσεις στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας με τον Νίκο Δένδια και στο υπουργείο Εξωτερικών με τον Γιώργο Γεραπετρίτη. Οι συζητήσεις περιλάμβαναν τις εξελίξεις στην Ουκρανία καθώς και τις σχέσεις Ε.Ε. και ΝΑΤΟ.
Κατά την άφιξή του, ο Ρούτε δεν παρέλειψε να αφιερώσει λίγο χρόνο για να χαϊδέψει τον πρωθυπουργικό σκύλο, Πίνατ, κάτι που προσέφερε μια ελαφρύτερη νότα στη συνάντηση.
Οι δύο ηγέτες γνωρίζονται από την κοινή τους συμμετοχή στο Συμβούλιο Κορυφής της Ε.Ε. και ο Μητσοτάκης υπήρξε ένας από τους πρώτους υποστηρικτές της υποψηφιότητας του Ρούτε. Η σχέση τους φαίνεται να είναι ισχυρή, καθώς είχαν συναντηθεί ξανά τον περασμένο Δεκέμβριο στην Χάγη, όπου περπάτησαν μαζί στους παγωμένους δρόμους.
Η συζήτηση αναμένεται να εστιάσει κυρίως στην κατάσταση στην Ουκρανία, η οποία αποτελεί κρίσιμο θέμα για την Συμμαχία. Το ΝΑΤΟ αναζητά τρόπους ενίσχυσης της άμυνας του Κιέβου, ενώ η νέα αμερικανική κατεύθυνση προτείνει άμεση ειρηνική λύση στην περιοχή. Ωστόσο, οι πρόσφατες ενέργειες της Ρωσίας καθιστούν την ειρηνική προοπτική δύσκολη.
Ο Μητσοτάκης έχει επαναλάβει ότι η ειρηνική λύση δεν μπορεί να βασίζεται σε παραχωρήσεις από την Ουκρανία. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν θα συμμετάσχει σε εξοπλισμούς εις βάρος της εθνικής της ασφάλειας.
Στο πλαίσιο των αμυντικών δαπανών, οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ αναμένεται να αυξήσουν τις δαπάνες τους, με την Ελλάδα να δαπανά ήδη το 3% του ΑΕΠ της για άμυνα. Ο πρωθυπουργός προγραμματίζει να χρησιμοποιήσει αυτή τη συνάντηση για να στείλει ένα μήνυμα υπέρ της στρατηγικής αυτοάμυνας της Ευρώπης, ειδικά μετά τις αμερικανικές εκλογές.
Η συζήτηση αναμένεται να έχει στρατηγικό χαρακτήρα, με στόχο την ενίσχυση της κοινής άμυνας και την αντιμετώπιση των νέων γεωπολιτικών προκλήσεων στην περιοχή.