Το αστικό λεωφορείο έχει μια ιδιαίτερη μαγεία. Είναι ένας μικρόκοσμος της κοινωνίας μας, όπου διαφορετικές ηλικίες, ιδεολογίες και εμπειρίες αναγκάζονται να συνυπάρχουν για λίγα λεπτά. Κάθομαι σε μια γωνία, στο πίσω μέρος. Η διαδρομή μου είναι μακριά, αλλά το μυαλό μου ακόμα πιο μακρινό: σκέφτομαι τα χρόνια που πηγαινοερχόμουν Κέντρο – Καλαμαριά με walkman ακούγοντας σταθερά Active Member.
Δίπλα μου, μια παρέα εφήβων 15-17 ετών έχει καταλάβει σχεδόν ολόκληρη μια σειρά καθισμάτων. Φορούν φαρδιά ρούχα, αλυσίδες. Τα κινητά τους παίζουν μουσική στο τέρμα: Τραπ, φυσικά. Ο ήχος είναι δυνατός, με μπάσο που ταρακουνά τα καθίσματα, και οι στίχοι φέρνουν χαμόγελα στα πρόσωπά τους.
Δεν αντέχω και κρυφακούω.
- «Bro, έβγαλες κανα φράγκο με το TikTok;» ρωτάει ένας από την παρέα.
- «Άσε, ακόμα ανεβάζω. Αλλά δες τι θα κάνω: Θα πάρω fake Rolex και θα κάνω story, θα πάρω views, κάτι θα γίνει», απαντά ο άλλος με αυτοπεποίθηση.
- «Την είδες τη φάση του Light, Bro; Πήγε Μύκονο και πέταξε 5 χιλιάρικα σε χαρτονομίσματα σε 2 λεπτά.»
Τα υπόλοιπα παιδιά συμφωνούν γελώντας. «Δυνατός ο Light», λέει κάποιος.
Η κουβέντα συνεχίζεται με ενθουσιασμό για τα φράγκα, τα αμάξια, τα ρολόγια, τις γκόμενες, τη φήμη. Μιλάνε με αυτοπεποίθηση, αλλά και με μια δόση «απόγνωσης» να φτάσουν εκεί που θέλουν.
Ακούγοντάς τους, θυμάμαι τα δικά μας εφηβικά όνειρα στα λεωφορεία. Οι συζητήσεις μας είχαν κι αυτές φαντασία, αλλά ήταν διαφορετικές:
- «Πώς θα αλλάξουμε την κοινωνία;»
- «Τι θα γίνει με την αδικία;»
- «Πώς μπορούμε να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον;»
Ο ήχος στο walkman μου τότε ήταν στίχοι όπως:
«Θέλω να αφήσω τη σκιά μου σ’ αυτό τον κόσμο,
να μην ξεχάσω ποιος ήμουν, να μη χαθώ στον χρόνο.»
Αυτές οι γραμμές του B.D. Foxmoor μας ενέπνεαν να δούμε πέρα από τον εαυτό μας. Οι συζητήσεις μας δεν ήταν για Rolex, αλλά για το νόημα της ζωής και πώς να κάνουμε τον κόσμο λίγο καλύτερο.
Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο στη συζήτηση των παιδιών ήταν το πάθος τους. Όμως, αυτό το πάθος κατευθυνόταν σε έναν κόσμο υλικών αγαθών και προσωπικής επιτυχίας, όχι σε κάτι συλλογικό. Οι στίχοι της τραπ που ακούγονταν στο κινητό τους επιβεβαίωναν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που σκέφτομαι εδώ και καιρό:
- Το Low Bap μιλούσε για το εμείς. Η τραπ μιλά για το εγώ.
- Το Low Bap ήταν μια κραυγή διαμαρτυρίας. Η τραπ είναι ένας ύμνος αυτοεπιβεβαίωσης.
- Το Low Bap ήθελε να εμπνεύσει. Η τραπ θέλει να εντυπωσιάσει.
Οι νέοι της σημερινής γενιάς μεγαλώνουν σε έναν κόσμο όπου το Instagram και το Tik-Tok ορίζουν το πώς βλέπουν τον εαυτό τους και τους άλλους. Η τραπ τους μιλάει για όσα θεωρούν επιτεύξιμα: χρήματα, φήμη, διασκέδαση. Σε έναν κόσμο γεμάτο ανασφάλεια και πίεση, η τραπ τους δίνει αυτό που έχουν ανάγκη, ένα όνειρο διαφυγής.
Από την άλλη, η γενιά του Low Bap, η δική μας γενιά, μεγάλωσε με ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Το Low Bap δεν σου έλεγε να γίνεις ο καλύτερος, σου έλεγε να βοηθήσεις τον διπλανό σου και να σκεφτείς πέρα από τον εαυτό σου.
Η παρέα κατεβαίνει από το λεωφορείο γελώντας και φωνάζοντας στίχους από ένα τραπ κομμάτι. Μένω μόνος με τις σκέψεις μου.
Αλλά ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει; Ίσως αν μεγάλωνα κι εγώ σήμερα, να άκουγα τραπ. Ίσως κι εγώ να κυνηγούσα φήμη και likes, αν αυτό ήταν το μέτρο της επιτυχίας.
Αυτό που όμως μου λείπει περισσότερο είναι η συλλογικότητα. Εμείς μπορεί να μην αλλάξαμε τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον προσπαθήσαμε. Ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στις δύο γενιές:
Η δική μας είχε ελπίδα. Η σημερινή έχει μια σκλήρη και βίαιη αποδοχή της πραγματικότητας.
Η μουσική είναι το αποτύπωμα της εποχής της. Αντί να κρίνουμε τη νέα γενιά για τις επιλογές της, ίσως πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να γεφυρώσουμε το χάσμα. Το Low Bap και η τραπ έχουν κάτι κοινό: την ανάγκη για την έκφραση. Ίσως μέσα από τη μουσική να ξαναβρούμε την ελπίδα ότι το «εγώ» και το «εμείς» μπορούν να συνυπάρχουν.
Στο τέλος της ημέρας, η γενιά μας μπορεί και πρέπει να μάθει να ακούει τους νέους. Και οι νέοι, ίσως, να ακούσουν για πρώτη φορά τα τραγούδια που έπαιζαν στα δικά μας walkman. Κάπου εκεί, ίσως, να βρούμε ένα κοινό έδαφος.
Γιώργος Αγγελής