Σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (AEE), το 96% των σημείων κολύμβησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση πληροί τα απαραίτητα ποιοτικά πρότυπα, με το 85% αυτών να χαρακτηρίζονται ως «εξαιρετικά». Μόνο το 1,5% των υδάτων θεωρείται «μέτριο». Η ποιότητα αυτή παρέμεινε σταθερή σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Η Ευρωπαία επίτροπος Περιβάλλοντος, Τζέσικα Ρόσγουολ, δήλωσε ότι «οι Ευρωπαίοι μπορούν να κολυμπήσουν με απόλυτη ασφάλεια στη μεγάλη πλειονότητα των σημείων κολύμβησης της ΕΕ».
Στα 22.000 σημεία που εξετάσθηκαν το 2024, συμπεριλαμβανομένων και περιοχών εκτός της ΕΕ, όπως η Αλβανία και η Ελβετία, η ποιότητα των υδάτων κατατάχθηκε σε τέσσερις κατηγορίες: «εξαιρετική», «καλή», «επαρκής» και «κακή», με βάση την ανίχνευση βακτηρίων και τη ρύπανση από λύματα και κτηνοτροφία.
Η Κύπρος κατέχει την πρωτοκαθεδρία με το 99,2% των υδάτων της να είναι «εξαιρετικής» ποιότητας. Ακολουθούν η Βουλγαρία με 97,9%, η Ελλάδα με 97%, η Αυστρία με 95,8% και η Κροατία με 95,2%.
Αντίθετα, η Αλβανία βρίσκεται στη βάση της κατάταξης, με μόνο το 16% των σημείων κολύμβησης σε «εξαιρετική» κατάσταση, σημειώνοντας πτώση 25 ποσοστιαίων μονάδων από τον προηγούμενο χρόνο. Η Πολωνία, από την άλλη, παρουσίασε ελαφρά βελτίωση με 58,1%.
Η ποιότητα των υδάτων στις θαλάσσιες ακτές είναι γενικά ανώτερη από εκείνη των εσωτερικών υδάτων, όπως ποταμών και λιμνών, χάρη στη συχνότερη ανανέωσή τους και την ικανότητα αυτοκαθαρισμού.
Αντιθέτως, οι ποταμοί και οι λίμνες είναι πιο επιρρεπείς στη ρύπανση από τις έντονες βροχοπτώσεις ή την καλοκαιρινή ξηρασία. Το 2023, 321 σημεία κολύμβησης στην ΕΕ κατηγοριοποιήθηκαν ως «κακής» ποιότητας, με 67 από αυτά να έχουν βελτιωθεί σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Για τις περιοχές με «κακή» ποιότητα υδάτων, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να απαγορεύουν την κολύμβηση και να λαμβάνουν μέτρα κατά της ρύπανσης, προκειμένου να διασφαλίσουν την υγεία των λουομένων.