Λίγο πριν τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, που είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να αναλαμβάνει τη θέση του πρωθυπουργού με τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝ.ΕΛ. σε κυβερνητικό συνασπισμό, ο Γιάνης Βαρουφάκης, τότε υποψήφιος υπουργός Οικονομικών, δήλωνε με αυτοπεποίθηση σε τηλεοπτική συνέντευξη ότι η πιθανότητα να κλείσει η ΕΚΤ την κάνουλα της ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες ήταν εξαιρετικά χαμηλή.
Ωστόσο, στις 29 Ιουνίου 2015, οι τράπεζες παρέμειναν κλειστές, παρά την ηλιοφάνεια που προμήνυε μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα.
Το δημοψήφισμα που προκήρυξε ο Αλέξης Τσίπρας δύο ημέρες νωρίτερα οδήγησε σε απότομη μείωση των καταθέσεων, καθώς οι πολίτες έσπευσαν να αποσύρουν τα χρήματά τους από τα ΑΤΜ. Στο διάστημα αυτό, οι τράπεζες είχαν ήδη υποστεί απώλειες 50 δισ. ευρώ από καταθέσεις, γεγονός που τις οδήγησε σε καθεστώς κεφαλαιακών περιορισμών, γνωστό ως capital controls, για αρκετό καιρό.
Αυτή η κατάσταση απαιτούσε μια νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία αποτέλεσε έναν από τους κρίσιμους πυλώνες του τρίτου μνημονίου, το οποίο επιβάρυνε την ελληνική οικονομία με 86-100 δισ. ευρώ και έφερε επιπλέον μέτρα λιτότητας ύψους 16 δισ. ευρώ.
Η κυβερνητική αλλαγή δημιούργησε ένα πολιτικό θρίλερ, με μια διαπραγμάτευση που χαρακτηρίστηκε ως «ηρωική» αλλά στην ουσία αποδείχθηκε αδιέξοδη. Η προθεσμία για την παράταση του 2ου μνημονίου έως τις 30 Ιουνίου πέρασε χωρίς συμφωνία με τους δανειστές, με τα ξένα μέσα ενημέρωσης να προειδοποιούν για πιθανές επιπτώσεις.
Από εκείνη τη στιγμή, η κυβέρνηση και η χώρα άρχισαν να χάνουν την εμπιστοσύνη των δανειστών. Ο Βαρουφάκης απομονώθηκε και παραδέχθηκε ότι ηχογραφούσε τις συνεδριάσεις του Eurogroup. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε αδιέξοδο, ενώ οι φήμες για Grexit επανήλθαν στο προσκήνιο. Η κατάσταση επιδεινώθηκε και, τον Μάιο, η χώρα βρέθηκε σε οριακή κατάσταση, αδυνατώντας να αποπληρώσει μια δόση 765 εκατ. ευρώ στο ΔΝΤ, παρά την δέσμευση αποθεματικών από ΔΕΚΟ και οργανισμούς.