Η Ελλάδα κατατάσσεται ανάμεσα στις χώρες με τους υψηλότερους δείκτες στεγαστικής επιβάρυνσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς ένα αυξανόμενο ποσοστό του εισοδήματος των νοικοκυριών διοχετεύεται σε έξοδα για στέγαση. Σύμφωνα με τη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, το ποσοστό του συνολικού κόστους στέγασης σε σχέση με το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα για ενοικιαστές με ελεύθερη μίσθωση φτάνει το 37,5% το 2023, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 26,4%. Για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 48%.
Επιπλέον, ο δείκτης τιμής προς εισόδημα (price-to-income ratio) παρουσιάζει επίσης ανησυχητική αύξηση, φτάνοντας το 7,8 το 2023 από 6,4 το 2017. Αυτό υποδηλώνει μια σημαντική μείωση της προσιτότητας για την αγορά πρώτης κατοικίας, καθιστώντας την πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση ιδιαίτερα δύσκολη για τους πολίτες.
Η επιβάρυνση είναι ακόμα πιο έντονη για τις ευάλωτες ομάδες, καθώς το 30% των νοικοκυριών με το χαμηλότερο εισόδημα σχεδόν δαπανά το ήμισυ των οικονομικών του δυνατοτήτων για τη στέγαση. Το φαινόμενο αυτό αφορά κυρίως τους ενοικιαστές, ενώ το ποσοστό ιδιοκατοίκησης, αν και παραμένει υψηλό, μειώνεται σταδιακά, κυρίως στις μεγάλες πόλεις.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από την αύξηση των τιμών ενοικίασης, οι οποίες παρουσίασαν ανοδικές τάσεις από το 2018 έως το 2023 για όλους τους τύπους κατοικιών. Το κόστος στέγασης αυξάνεται για τους ενοικιαστές αλλά και για εκείνους που αποπληρώνουν στεγαστικά δάνεια, με την αναλογία δαπάνης προς εισόδημα να πλησιάζει το 32%, κυρίως λόγω της ανόδου των επιτοκίων την τελευταία διετία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δημόσιες δαπάνες της Ελλάδας για στήριξη της στέγασης είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, μόλις 0,1% του ΑΕΠ το 2022, γεγονός που επιδεινώνει την κατάσταση για τα νοικοκυριά.
Η σοβαρή στεγαστική επιβάρυνση έχει άμεσες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, αναγκάζοντας τα νοικοκυριά να περιορίσουν τις υπόλοιπες καταναλωτικές τους δαπάνες. Η υψηλή δαπάνη για στέγη επηρεάζει αρνητικά την αποταμίευση, με αντίκτυπο στις επενδύσεις και τη συνολική οικονομική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, η χώρα μας διαφέρει σημαντικά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες ως προς τα ποσοστά στέγης που θεωρούνται «προσιτά». Ενώ σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ο αντίστοιχος δείκτης κυμαίνεται από 20% έως 28%, στην Ελλάδα είναι σταθερά πάνω από 35% από το 2018 και μετά. Ο δείκτης τιμής προς εισόδημα παραμένει από τους υψηλότερους στην ΕΕ και η επιδείνωσή του είναι πιο έντονη τα τελευταία πέντε χρόνια, χωρίς να παρατηρείται αντίστοιχη αύξηση στα πραγματικά εισοδήματα.
Η μελέτη καταλήγει επισημαίνοντας ότι η στεγαστική επιβάρυνση στην Ελλάδα έχει αποκτήσει διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, με ταυτόχρονη αύξηση του κόστους στέγασης και στασιμότητα ή επιβράδυνση των εισοδημάτων, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές στήριξης.