Το «play» δεν ήταν απλά ένα ψηφιακό εικονίδιο. Ήταν ένα φυσικό κουμπί, με βάρος και ήχο. Ένα κουμπί που ενεργοποιούσε ολόκληρες τελετουργίες: η κασέτα έμπαινε στο κασετόφωνο, η βιντεοκασέτα στο VHS, το CD στο συρτάρι του player. Και ύστερα ο κόσμος γέμιζε μουσική και ταινίες.
Η εποχή της κασέτας ήταν γεμάτη αναμονή και αφοσίωση. Όλοι περιμέναμε με τις ώρες να ακουστεί το αγαπημένο μας τραγούδι στο ραδιόφωνο, μόνο και μόνο για να το γράψουμε, πατώντας ταυτόχρονα «play» και «rec». Και πολλοί νευριάζαμε, όταν στη μέση του τραγουδιού, πεταγόταν ο ραδιοφωνικός παραγωγός και μας χάλαγε την ηχογράφηση. Και άντε πάλι αναμονή. Το τραγούδι δεν ακουγόταν ποτέ καθαρό, αλλά το κατέγραφες έτσι κι αλλιώς. Ήταν δικό σου.
Το κασετόφωνο δεν συγχωρούσε. Αν «μασούσε» την κασέτα, το ξανατύλιγμά της με το μολύβι ήταν μονόδρομος. Ένας χειροκίνητος χορός αποκατάστασης, σχεδόν τελετουργικός. Και όταν η κασέτα ξανάπαιζε, ερχόταν η αίσθηση της ικανοποίησης.
Οι συλλογές με τραγούδια, ο τίτλος γραμμένος με στιλό πάνω στο αυτοκόλλητο, η ίδια η κασέτα ζωγραφισμένη με μαρκαδόρους και η προσμονή πότε θα βρεθούμε με τους φίλους μας για να ακούσουμε όλοι μαζί το mix. Οι κασέτες με love songs και αφιερώσεις, ήταν ο τρόπος να εκφράσεις τα συναισθήματά σου, χωρίς να πεις λέξη.
Φυσικά δεν ξεχνάμε τις βιντεοκασέτες. Η διαδρομή στο βίντεο κλαμπ ήταν ιεροτελεστία. Οι διαφωνίες μπροστά στα ράφια, η ώρα που περνούσε μέχρι να συμφωνήσουν όλοι σε μία ταινία, οι πλαστικές κασετίνες με το λογότυπο του καταστήματος — όλα αυτά ήταν κομμάτια της εμπειρίας.
Με το πέρασμα του χρόνου ήρθαν τα CD και τα DVD. Άνοιγες το συρτάρι, τοποθετούσες τον δίσκο με προσοχή, σχεδόν με δέος. Πολλοί θυμούνται ακόμα το πρώτο τους CD. Το χαρτζιλίκι που μαζεύαμε υπομονετικά, μέχρι να έχουμε αρκετά χρήματα για να αγοράσουμε τα πολυπόθητα singlάκια. Τα τραγούδια που ακούγαμε στο repeat, μέχρι να μάθουμε τους στίχους απ’ έξω. Ο τρόμος μην κάνει και γρατζουνιστεί το CD και το καθάρισμά του με χνώτα και μπλούζα. Ήταν ακρόαση και επανάληψη, όχι απλώς κατανάλωση.
Η σημερινή πραγματικότητα προσφέρει τα πάντα με ένα πάτημα. Το streaming αντικατέστησε την αναμονή. Το buffering θεωρείται ενόχληση. Οι φυσικές συλλογές έγιναν playlists. Η άυλη μουσική κυριαρχεί.
Ωστόσο, μια ολόκληρη κουλτούρα χτίστηκε πάνω στην προσμονή και στην υλικότητα. Στο να ξέρεις ότι ένα τραγούδι μπορεί να γρατζουνιστεί, μια ταινία να σταματήσει, μια κασέτα να καταστραφεί — και να συνεχίσεις να τις αγαπάς παρά τα ελαττώματά τους.
Τα σημερινά παιδιά δεν θα το ζήσουν αυτό. Κι ίσως να μην τους λείψει ποτέ. Έχουν άλλα, δικά τους μαγικά. Έχουν TikTok, έχουν AI playlists, έχουν lo-fi beats για διάβασμα και Netflix για ταινίες.
Όμως, ένα κομμάτι της ψυχής, αυτής της υπέροχα χαοτικής pop κουλτούρας με την οποία μεγαλώσαμε, γεννήθηκε και θριάμβευσε με το πάτημα ενός κουμπιού. «Play».