Η εικόνα των σακουλών σκουπιδιών που στοιβάζονται στα πεζοδρόμια είναι οικεία σε όλους μας. Παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα συνεχίζει να θάβει τον μεγαλύτερο όγκο των αστικών αποβλήτων σε χωματερές, συχνά παραβιάζοντας τους ευρωπαϊκούς στόχους και υποβαλλόμενη σε αυστηρά πρόστιμα.
Είναι ενδιαφέρον ότι, ακόμα κι αν αύριο το πρωί η ανακύκλωση επιτύχει εντυπωσιακούς ρυθμούς, θα υπάρχει πάντοτε ένα υπόλειμμα απορριμμάτων που δεν μπορεί να ανακυκλωθεί ή να κομποστοποιηθεί. Αυτά τα απορρίμματα, γνωστά ως Απορριμματογενείς Ενεργειακές Πρώτες Υλες (ΑΕΠΥ), καταλήγουν σήμερα στις χωματερές, με την ποσότητα τους να προβλέπεται να φτάσει τους 1,45 εκατομμύρια τόνους ετησίως μέχρι το 2030.
Αυτές οι πρώτες ύλες διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: το Solid Recovered Fuel (SRF), που είναι υψηλότερης ποιότητας, και το Refuse Derived Fuel (RDF), που έχει χαμηλότερη ποιότητα και περιορισμένες εφαρμογές. Τα νέα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων παράγουν αυτά τα καύσιμα, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως από τη τσιμεντοβιομηχανία, η οποία εξοικονομεί πετρέλαιο και μειώνει το ανθρακικό της αποτύπωμα.
Η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας ότι οι στόχοι ανακύκλωσης δεν αποδίδουν, προχωρά σε ένα σχέδιο που περιλαμβάνει τη δημιουργία έξι μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης σε όλη τη χώρα. Αυτές οι μονάδες θα καίνε μη ανακυκλώσιμα σκουπίδια και ανεπεξέργαστα αστικά απόβλητα του πράσινου κάδου, παράγοντας ηλεκτρική ενέργεια και θερμότητα, σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η ενέργεια που θα παραχθεί από αυτές τις μονάδες αναμένεται να φτάσει τα 1.033 GWh ετησίως, ποσότητα που αντιστοιχεί περίπου στο 2% της εθνικής κατανάλωσης ρεύματος το 2030. Σήμερα, τα σύμμεικτα απορρίμματα οδηγούνται σε μονάδες επεξεργασίας, όπου διαχωρίζονται σε ανακυκλώσιμα υλικά, στερεό καύσιμο RDF και βιοαποδομήσιμα, με όσα δεν μπορούν να αξιοποιηθούν να οδηγούνται προς ταφή.