Στη δικογραφία που συνέταξε η ΕΛΑΣ, περιγράφεται λεπτομερώς η επιχείρηση πώλησης βυζαντινών εικόνων και Ευαγγελίων που επιχείρησαν δύο μοναχοί από τη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα. Η υπόθεση αυτή, γνωστή και ως "χρυσό κόλπο", είχε αξία 200.000 ευρώ και περιλάμβανε τη συμμετοχή ενός ενεχυροδανειστή και ενός εκτιμητή ως αγοραστών.
Η αντίστροφη μέτρηση για την αποκάλυψη της δράσης τους ξεκίνησε όταν, στα τέλη Ιουλίου, η αστυνομία έλαβε ανώνυμο τηλεφώνημα που ανέφερε ότι τέσσερα άτομα είχαν στην κατοχή τους αρχαιότητες και θρησκευτικές εικόνες που ήθελαν να πουλήσουν.
Στις αρχές Αυγούστου, ο άγνωστος παρείχε περισσότερες λεπτομέρειες, αναφέροντας ονόματα και επαγγέλματα των συμμετεχόντων. Αυτές οι πληροφορίες οδήγησαν σε μία ενδελεχή έρευνα από τους αστυνομικούς.
Δύο μυστικοί αστυνομικοί, παριστάνοντας τους ενδιαφερόμενους αγοραστές, ήρθαν σε επαφή με την ομάδα και εξασφάλισαν σημαντικές πληροφορίες. Η ομάδα αποτελούνταν από τον ενεχυροδανειστή, τον εκτιμητή και τον φούρναρη, οι οποίοι επιδίωκαν την αγορά και πώληση αρχαίων αντικειμένων μέσω ανώνυμων συνεργατών στο εξωτερικό.
Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι είχαν σκοπό να αγοράσουν από τον ηγούμενο και τον μοναχό διάφορα θρησκευτικά Ευαγγέλια, αρχαία νομίσματα και βυζαντινές εικόνες του 18ου αιώνα, προκειμένου να τα πωλήσουν σε αγοραστές στο εξωτερικό.
Ο εκτιμητής διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στην αγορά, καθώς ήταν υπεύθυνος για την τελική απόφαση σχετικά με το συμφωνηθέν ποσό. Η δράση της ομάδας έληξε το πρωί του περασμένου Σαββάτου, όταν οι αστυνομικοί προχώρησαν σε συλλήψεις στα σημεία συνάντησης που είχαν κανονιστεί.
Ο ηγούμενος και ο μοναχός συνελήφθησαν έξω από τη Μονή, ενώ οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στην επιχείρηση συνελήφθησαν σε διάφορα άλλα σημεία.