Η ακύρωση της προγραμματισμένης συνάντησης μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ταγίπ Ερντογάν έχει προκαλέσει ανησυχία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αξιολογείται αν η ακύρωση αυτή είναι μια τυχαία εξέλιξη ή αν υποδηλώνει μια αλλαγή στάσης από την πλευρά της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά την πρόσκληση του Ερντογάν για τον Λευκό Οίκο.
Η ελληνική πλευρά παρατηρεί ότι οι θετικές δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ για τον Ερντογάν δεν συνοδεύτηκαν από ουσιαστικά αποτελέσματα για την Τουρκία. Δεν υπήρξε κοινό ανακοινωθέν που να αποδεικνύει ότι ο Τούρκος πρόεδρος κέρδισε κάτι παραπάνω από επαίνους, ενώ και ο ίδιος έδειξε συγκρατημένος στην ενημέρωσή του σχετικά με τη συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο, αναφέροντας μάλιστα ότι δεν υπάρχει πρόοδος στην επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35.
Η ελληνική πλευρά διατηρεί την πεποίθηση ότι δεν θα αργήσει μια συνάντηση του Μητσοτάκη με τον Τραμπ, δεδομένου ότι οι σχέσεις τους είναι καλές. Η ακύρωση της συνάντησης Μητσοτάκη - Ερντογάν, αν και προήλθε από τουρκική πρωτοβουλία, έχει αναγνωριστεί ως πραγματική και όχι προσχηματική, αφού σχετίζεται με τη συμμετοχή του Ερντογάν σε άλλες διεθνείς συναντήσεις.
Παρ' όλα αυτά, οι προσδοκίες από τη συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν δεν ήταν υψηλές, καθώς οι τελευταίοι μήνες έχουν δείξει τη δυσκολία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Ο Μητσοτάκης σχεδίαζε να επαναφέρει την απαίτηση άρσης του casus belli, κάτι που δεν επιθυμούσε να συζητήσει σε μια συνάντηση που θα καταλήξει απλώς σε φωτογραφικές ευκαιρίες.
Η απουσία του Ερντογάν από την άτυπη σύνοδο κορυφής στην Κοπεγχάγη σημαίνει ότι δεν υπάρχει άμεσος προγραμματισμός για μια νέα συνάντηση. Το θετικό κλίμα που μπορεί να προκύψει από την πρόσκληση του Ερντογάν για τον Λευκό Οίκο, καθώς και η συμμετοχή του στο διάλογο σχετικά με τον πόλεμο στη Γάζα, είναι παράγοντες που θα κρίνουν τη μελλοντική εξέλιξη των τουρκικών διαθέσεων.
Η προτεραιότητα του Ερντογάν στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ήταν να αναδείξει τον ρόλο της Τουρκίας ως προστάτη των συμφερόντων των Παλαιστινίων. Η συνάντηση με τον Τραμπ, παρά τις θετικές δηλώσεις, αφήνει πολλά ερωτηματικά για το αν αυτές οι δηλώσεις θα μετουσιωθούν σε πρακτικά μέτρα.