Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την αρχή της ρωσικής εισβολής, η συζήτηση για την επόμενη μέρα στην Ουκρανία έχει αποκτήσει ουσιαστική διάσταση. Ενώ οι μάχες συνεχίζονται, ένα παράλληλο μέτωπο αναπτύσσεται: αυτό της προετοιμασίας για την ανοικοδόμηση. Κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμοί και εταιρείες έχουν ήδη αρχίσει να προγραμματίζουν έργα υποδομής, ενέργειας, στέγασης και βιομηχανικής ανασυγκρότησης. Αυτή η διαδικασία είναι σχεδόν πρόωρη, καθώς οι επενδυτικές αποφάσεις και τα τεχνικά σχέδια ξεκινούν νωρίτερα από την εκεχειρία, ώστε οι εργασίες να μπορέσουν να αρχίσουν αμέσως μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που δικ justify this political and operational "warm-up". Πρώτον, η έκταση των ζημιών απαιτεί πολυετή προγραμματισμό και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Δεύτερον, οι διεθνείς χρηματοδότες χρειάζονται ώριμες δεξαμενές έργων για να διοχετεύσουν κεφάλαια γρήγορα και διαφανώς. Τρίτον, οι ουκρανικές αρχές πιέζουν για άμεσες επενδύσεις σε έργα ανθεκτικότητας, προκειμένου να στηριχθεί η καθημερινή ζωή και η οικονομία.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχει δημιουργηθεί μια σειρά συμφωνιών και μνημονίων συνεργασίας που καλύπτουν έργα υποδομής και στρατηγικές ενεργειακές συμπράξεις. Οι κυβερνητικές εγγυήσεις διασφαλίζουν την είσοδο ιδιωτικών κεφαλαίων σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας. Για παράδειγμα, η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε στρατηγικό εταίρο, συμμετέχοντας ενεργά σε έργα υποδομών και υπογράφοντας μνημόνια συνεργασίας με την Ουκρανία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δεσμευτεί να συμμετάσχουν στην ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, με επενδύσεις που ξεπερνούν τα 50 δισ. δολάρια. Οι ΗΠΑ στοχεύουν κυρίως στον ενεργειακό τομέα, με μακροχρόνιες συνεργασίες που θα ενισχύσουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και κράτη-μέλη της, όπως η Αυστρία και η Γερμανία, προχωρούν σε επενδύσεις και συμφωνίες που αφορούν την αποκατάσταση υποδομών στην Ουκρανία.