Η παραίτηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί, μόλις 27 ημέρες μετά τον διορισμό του, υποδεικνύει ότι η Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση απονομιμοποίησης και θεσμικής εξάντλησης.
Το σημαντικό δεν είναι μόνο ότι ο Λεκορνί καταγράφει ένα αρνητικό ρεκόρ ως ο πιο βραχύβιος πρωθυπουργός της χώρας, αλλά και ότι το αδιέξοδο για τη Γαλλία φαίνεται να είναι αποτέλεσμα βαθύτερων προβλημάτων που δεν λύνονται με βραχυπρόθεσμες δράσεις.
Η αποχώρηση του Λεκορνί δεν είναι απλώς ένα πολιτικό γεγονός, αλλά ένα σαφές σύμπτωμα μιας ευρύτερης θεσμικής κρίσης, η οποία αποκαλύπτει τη ρήξη στην ισορροπία μεταξύ Προεδρίας, κυβέρνησης και Κοινοβουλίου. Η κυβέρνηση του Λεκορνί, η πέμπτη μέσα σε δύο χρόνια, απέτυχε να αποκτήσει πολιτική νομιμοποίηση και αντιμετώπισε την έντονη δυσπιστία από τα αντιπολιτευτικά κόμματα και αρκετούς βουλευτές του προεδρικού στρατοπέδου.
Ο Πρόεδρος Μακρόν, απομονωμένος, προσπάθησε να επιβάλει έναν τεχνοκρατικό συμβιβασμό σε μια πολιτικά διαιρεμένη κοινωνία. Ωστόσο, αυτό το κυβερνητικό πείραμα κατέρρευσε προτού καν αρχίσει.
Οι εκλογές του 2024 είχαν ήδη οδηγήσει σε μια Εθνοσυνέλευση χωρίς πλειοψηφία. Καμία πολιτική παράταξη, ούτε το προεδρικό στρατόπεδο, ούτε η Αριστερά της NUPES, ούτε η ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν, δεν κατάφεραν να αποκτήσουν τον απαραίτητο αριθμό εδρών για μια αυτοδύναμη κυβέρνηση. Έτσι, η Γαλλία βρέθηκε σε μια κατάσταση συνεχούς αβεβαιότητας, με κυβερνήσεις μειοψηφίας που εξαρτώνται από την εκάστοτε ψήφο εμπιστοσύνης.
Αυτή η πολιτική παράλυση αναδεικνύει ένα αδιέξοδο σε ένα σύστημα που στηρίζεται στην προεδρική ισχύ, αλλά απαιτεί κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που δεν υπάρχουν. Αυτή η κατάσταση θυμίζει περισσότερο τη Ρώμη των δεκαετιών του ’50 και ’60 ή, ακόμη πιο ανησυχητικά, το Παρίσι της περιόδου 1946-1958.
Η Πέμπτη Δημοκρατία ιδρύθηκε ακριβώς για να αποφευχθούν τέτοιες καταστάσεις. Ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ το 1958 δημιούργησε ένα πολίτευμα που θα εξασφάλιζε σταθερότητα και συνέχεια, με ενισχυμένες προεδρικές εξουσίες και περιορισμένο ρόλο του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, σήμερα οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Η προεδρική πλειοψηφία έχει καταρρεύσει, οι θεσμοί δυσλειτουργούν και ο Πρόεδρος Μακρόν φαίνεται εγκλωβισμένος ανάμεσα στην ανάγκη συναίνεσης και στην έλλειψη συμμάχων.
Η χρήση του άρθρου 49.3, που επιτρέπει την ψήφο νομοσχεδίων χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση, έχει χάσει τη δυναμική της: αντί να προσφέρει σταθερότητα, προκαλεί οργή και υπονομεύει τη νομιμοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας.
Η οικονομική διάσταση της κρίσης είναι επίσης εμφανής, με το χρηματιστήριο του Παρισιού (CAC 40) να καταγράφει πτώση 2%, το ευρώ να υποχωρεί και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να αυξάνονται — όλα αυτά δείχνουν ότι οι αγορές θεωρούν τη Γαλλία ως χώρα με θεσμικό ρίσκο.
Οι αναλογίες με την τέταρτη Δημοκρατία είναι αναπόφευκτες. Η Γαλλία της δεκαετίας του ’50, υπό την τέταρτη Δημοκρατία, υπήρξε θύμα των ίδιων συμπτωμάτων: αστάθεια, πολυκομματισμός, κυβερνήσεις βραχύβιας διάρκειας και αδυναμία διαχείρισης κρίσεων.