Η Άνγκελα Μέρκελ έχει βρεθεί στο επίκεντρο της κριτικής από τις Βαλτικές χώρες και την Πολωνία, μετά από δηλώσεις της σχετικά με την έλλειψη υποστήριξης για τις προτάσεις της περί άμεσων διαπραγματεύσεων με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Πολιτικοί από αυτές τις χώρες επισημαίνουν ότι οι δηλώσεις της Μέρκελ την τοποθετούν ως συνυπεύθυνη για την επιθετικότητα της Ρωσίας. Οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι η πολιτική της προσέγγιση προς τη Μόσχα υπήρξε λανθασμένη και επιβλαβής για την Ευρώπη, όπως αναφέρει το Politico.
Σε συνέντευξη της στο ουγγρικό μέσο Partizán, η Μέρκελ δήλωσε ότι οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης είχαν αρνηθεί να επιτρέψουν απευθείας συνομιλίες της ίδιας και του Γάλλου προεδρου Εμανουέλ Μακρόν με τον Πούτιν. Ανέφερε ότι τον Ιούνιο του 2021, ένιωσε ότι ο Πούτιν δεν έδινε πια σημασία στη συμφωνία του Μινσκ και επιθυμούσε μια νέα μορφή διαλόγου.
Η Μέρκελ τόνισε ότι η πρότασή της απορρίφθηκε, κυρίως από τις Βαλτικές χώρες και την Πολωνία, οι οποίες ανησυχούσαν για την έλλειψη κοινής πολιτικής απέναντι στη Ρωσία. “Έπειτα έφυγα από την εξουσία και τότε ξεκίνησε η επιθετικότητα του Πούτιν”, πρόσθεσε.
Ο πρώην πρωθυπουργός της Λετονίας, Κρισιάνις Κάρινς, δήλωσε ότι η Μέρκελ δεν είχε κατανοήσει τη φύση του Πούτιν, υπογραμμίζοντας ότι πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, δεν είχαν συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. “Η Δύση έχει μόνο δύο επιλογές: να υποταχθεί ή να αντισταθεί”, είπε.
Από την πλευρά του, ο Εσθονός υπουργός Εξωτερικών, Μάργκους Τσακνά, τόνισε ότι η Ρωσία είναι η μόνη υπεύθυνη για τον πόλεμο στην Ουκρανία, επισημαίνοντας ότι πηγάζει από την άρνηση της να αποδεχθεί τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τις ιμπεριαλιστικές της φιλοδοξίες.
Οι δηλώσεις της Μέρκελ προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στην Πολωνία, με πολιτικούς της Δεξιάς να την κατηγορούν. Ο πρώην πρωθυπουργός και νυν αντιπρόεδρος του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), Ματέους Μοραβιέτσκι, την χαρακτήρισε ως μία από τις πιο επιβλαβείς Γερμανίδες πολιτικούς του περασμένου αιώνα, ενώ ο Πολωνός ευρωβουλευτής Βαλντεμάρ Μπούντα ανέφερε ότι η επιθυμία της να επανασυνάψει συμφωνία με τον Πούτιν θα μπορούσε να οδηγούσε στη διαίρεση της Ουκρανίας.