Η είδηση ότι ο Τζον Μαρτίνης, μαζί με τους Τζον Κλαρκ και Μισέλ Ντεβορέ, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Φυσικής, φαίνεται να τον έκανε να χαμογελάσει, σύμφωνα με ανθρώπους που τον γνωρίζουν καλά.
Ο Ελληνοαμερικανός καθηγητής, που ειδικεύεται στους κβαντικούς υπολογιστές, έχει συνεργαστεί με την Google και εδώ και πέντε χρόνια εργάζεται μαζί με την καθηγήτρια Μισέλ Σίμονς για την κατασκευή του πρώτου εμπορικού κβαντικού υπολογιστή, μια πρόκληση που απαιτεί μεγάλες γνώσεις και καινοτομία.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο 67χρονος Μαρτίνης σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, όπου δίπλα του ήταν ο Κλαρκ κατά την εκπόνηση του διδακτορικού του. Στο ίδιο ίδρυμα συνεργάστηκε και με τον Ντεβορέ, ερευνώντας την κβαντική συμπεριφορά μακροσκοπικών μεταβλητών.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, εργάστηκε σε κορυφαία ερευνητικά κέντρα όπως το CEA Saclay στο Παρίσι και το NIST στις ΗΠΑ, όπου και ανέπτυξε μια καινοτόμο τεχνική ανίχνευσης ακτίνων Χ.
Από το 2002, ο Μαρτίνης εστίασε στο όραμα της δημιουργίας ενός κβαντικού υπολογιστή και δύο χρόνια αργότερα μετακόμισε στην Καλιφόρνια για να αναλάβει τη θέση καθηγητή στην πειραματική φυσική στο πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα. Αυτή η απόφαση σήμανε την αρχή της πορείας του προς την κορυφή, συνδυάζοντας σκληρή δουλειά και ένα φιλόδοξο όραμα.
Η Google τον προσέγγισε δέκα χρόνια αργότερα, και μαζί με την ομάδα του υπέγραψαν μια συμφωνία πολλών εκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη του πρώτου κβαντικού υπολογιστή με υπεραγώγιμα qubits. Στη διάρκεια αυτής της συνεργασίας, κατάφεραν να ολοκληρώσουν έναν κβαντικό υπολογιστή που επέλυσε έναν συγκεκριμένο υπολογισμό σε μόλις τρία λεπτά και είκοσι δευτερόλεπτα, ενώ ένας κλασικός υπερυπολογιστής θα χρειάζονταν χιλιάδες χρόνια.
Αφού αποχώρησε από την Google το 2020, ο Μαρτίνης συνέχισε να συνεργάζεται με τους Κλαρκ και Ντεβορέ πάνω στην κβαντομηχανική και ξεκίνησε τη συνεργασία του με τη SQC της καθηγήτριας Μισέλ Σίμονς για την κατασκευή του πρώτου εμπορικού κβαντικού υπολογιστή.