Η τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο το 1974 παραμένει μια ανοιχτή πληγή για τον ελληνισμό και συνιστά σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Αυτή η κατάσταση έχει διαρκείς επιπτώσεις που συνεχίζουν να βαραίνουν τη διεθνή κοινότητα, σύμφωνα με ελληνικές διπλωματικές πηγές, απαντώντας στις δηλώσεις της εκπροσώπου του ρωσικού ΥΠΕΞ, Μαρίας Ζαχάροβα.
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 έχει καταδικαστεί ανεπιφύλακτα από όλες τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις της Ελλάδας, αναδεικνύοντας τη διεθνή αναγνώριση του Κυπριακού ως ζητήματος εισβολής και κατοχής. Η ελληνική απάντηση προς το Κρεμλίνο τονίζει τη σημασία της ειρηνικής επίλυσης διαφορών, όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας, και αναγνωρίζει την ιστορική αξία της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι του 1975, που καθόρισε τις αρχές της ειρηνικής συνεργασίας μεταξύ κρατών.
Στην ελληνική απάντηση αναφέρεται ότι η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση στην Κύπρο αποτελεί παραβίαση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η παράνομη κατοχή περίπου του 37% του εδάφους της Κύπρου έχει οδηγήσει σε ανθρωπιστική κρίση με εκτοπισμένα άτομα και αγνοούμενους.
Επιπλέον, τονίζεται η διεθνής αναγνώριση του Κυπριακού ως διεθνούς ζητήματος, το οποίο παραβιάζει τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η ελληνική πλευρά υπενθυμίζει ότι η διαφορά με τη Βόρεια Μακεδονία επιλύθηκε ειρηνικά υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Η Ζαχάροβα, νωρίτερα, υπερασπίστηκε την τουρκική εισβολή, κατηγορώντας την Ελλάδα για παραβίαση των αρχών της Συμφωνίας του Ελσίνκι. Με τις δηλώσεις της, άφησε να εννοηθεί ότι η τουρκική επέμβαση ήταν αντίδραση σε ελληνική παρέμβαση, κάτι που ευθυγραμμίζεται με την αφήγηση της Άγκυρας.
Η Ζαχάροβα αναφέρθηκε επίσης στο ζήτημα της ονομασίας της Βόρειας Μακεδονίας, κατηγορώντας την Ελλάδα ότι εμπόδιζε διεθνείς συνεργασίες μέχρι το 2018. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά σημειώνει ότι η επίλυση του ζητήματος έγινε με διεθνώς αναγνωρισμένη συμφωνία.