Ως ένας από τους τελευταίους μεγάλους δημιουργούς της εποχής μας, ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε άξιος διάδοχος του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι. Πατέρας των Ελλήνων τραγουδοποιών και ανανεωτής του Νέου Κύματος, δημιούργησε το βαλκανικό ροκ και συνδύασε τον ηλεκτρικό ήχο με την παράδοση, αφήνοντας ένα μοναδικό αποτύπωμα στη μουσική σκηνή της χώρας.
Ο Σαββόπουλος υπήρξε ένα φαινόμενο, καλλιτεχνικό και κοινωνικό, που ενσάρκωνε όλα τα πρόσωπα του νεοέλληνα. Ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο κενό.
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αναφέρει ότι «ο Σαββόπουλος υπήρξε το άλλοθι της προδομένης ζωής κάποιων», αποτυπώνοντας τα αντιφατικά συναισθήματα που προκάλεσε η μακρά μουσική του διαδρομή. Λατρεύτηκε, αλλά και πολεμήθηκε, αγιοποιήθηκε και αποκαθηλώθηκε, αποτελώντας ίσως το πρώτο θύμα της εγχώριας κουλτούρας της ακύρωσης.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν καταπιέστηκε από τον εαυτό του, αλλά από τους «σαββοπουλικούς» και «σαββοπουλολόγους». Όπως θυμάται σε συνέντευξή του, επιδίωξε πάντα την αναγνώριση και την αγάπη από τους ανθρώπους γύρω του, κάτι που τον οδήγησε σε πολλές σκανταλιές στη ζωή του.
Η πρόκληση και το τσίγκλισμα τον γοήτευαν, είτε μέσα από τις δηλώσεις του, είτε μέσω του καυστικού χιούμορ του. Πάντα έβρισκε τρόπους να προχωρά κόντρα στο ρεύμα, είτε ως Αριστερός σε εποχές απαγόρευσης του κομμουνισμού, είτε ως ροκ καλλιτέχνης σε μια εποχή που η ηλεκτρική μουσική δεν ήταν της μόδας.
Κουβαλούσε, ωστόσο, και έναν αέρα συμφιλίωσης, παρασύροντας το κοινό του σε μουσικούς δρόμους που ήταν βαθιά ριζωμένοι στην ελληνική κουλτούρα. Όταν έπαιρνε την κιθάρα του, όλοι έβρισκαν μια οικεία μελωδία, αναγνωρίζοντας τις ιστορίες που συνθέτουν τη μουσική μας παράδοση.