Τον Δεκέμβριο του 1889, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ βρήκε έμπνευση και δημιουργικότητα κατά τη διάρκεια της παραμονής του σε ψυχιατρικό άσυλο, όπου αποτύπωσε στον καμβά του εικόνες από τον κήπο του. Ένα από τα πιο σημαντικά έργα αυτής της περιόδου είναι ο πίνακας «Η συγκομιδή της ελιάς», ο οποίος σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στο Παγκράτι.
Ωστόσο, ο πίνακας αυτός έχει γίνει αντικείμενο σφοδρής δικαστικής διαμάχης, καθώς οι κληρονόμοι μιας εβραϊκής οικογένειας υποστηρίζουν ότι είναι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες του και ζητούν την επιστροφή του από την Αθήνα, καθώς και αποζημίωση από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (Met), που τον πούλησε το 1972 σε Έλληνα μεγιστάνα της ναυτιλίας.
Η οικογένεια Στερν είχε υποβάλει παρόμοια προσφυγή το 2022 σε δικαστήριο της Καλιφόρνιας, η οποία όμως απορρίφθηκε λόγω δικαιοδοσίας. Η νέα αγωγή κατατέθηκε πρόσφατα στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης, το οποίο θεωρείται κατάλληλο για την εκδίκαση της υπόθεσης, καθώς ο πίνακας έχει διακινηθεί επανειλημμένα στη Νέα Υόρκη από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι κληρονόμοι υποστηρίζουν ότι το έργο ανήκε στους προγόνους τους και εκλάπη από τους ναζί όταν αυτοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία για τις ΗΠΑ, προκειμένου να γλιτώσουν από τις διώξεις.
Σύμφωνα με την οικογένεια Στερν, ο πίνακας αγοράστηκε το 1935 από τους Χέντβιχ και Φρέντερικ Στερν, που τότε διέμεναν στο Μόναχο. Όταν το 1936 υποχρεώθηκαν να μετακομίσουν στην Καλιφόρνια, τους απαγορεύτηκε να πάρουν τη συλλογή τους. Δύο χρόνια αργότερα, έδωσαν εντολή στον δικηγόρο τους να πουλήσει τον πίνακα, αλλά δεν έλαβαν ποτέ τα χρήματα, καθώς οι λογαριασμοί τους είχαν δεσμευτεί από τους ναζί.
Μετά τον πόλεμο, ο πίνακας πωλήθηκε σε Αμερικανό επιχειρηματία, ο οποίος δεν γνώριζε για τους πραγματικούς ιδιοκτήτες. Το 1955, η σύζυγός του πώλησε το έργο σε γκαλερί στη Νέα Υόρκη και το 1972 αποκτήθηκε από το Μητροπολιτικό Μουσείο έναντι 125.000 δολαρίων, το οποίο στη συνέχεια το πούλησε στον Βασίλη Γουλανδρή.
Στην αγωγή τους, οι κληρονόμοι κατηγορούν το Met για αμέλεια στη διερεύνηση προέλευσης του πίνακα και ζητούν αποζημίωση για την αξία της κατοχής και της χρήσης του κατά την περίοδο 1956-1972, καθώς και για τα έσοδα από την πώλησή του.
Η οικογένεια Στερν αναφέρει ότι είχαν υποβάλει επανειλημμένα αιτήματα για διερεύνηση της τύχης του πίνακα και καταγγέλλουν ότι η πώληση έγινε κάτω από συνθήκες μυστικότητας, με αναφορές σε δημοσιεύματα των «New York Times» που υποδεικνύουν την ανησυχία για το σκοτεινό παρελθόν του έργου.