Τρεις δεκαετίες μετά τη σύλληψή του, ο Νίκο Κλο, γνωστός ως «Βρικόλακας του Παρισιού», αποκαλύπτει την εμμονή του με την ανθρώπινη σάρκα — μια ιστορία που συγκλόνισε τη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Ο Κλο, μόλις 22 ετών τότε, συνελήφθη στο Παρίσι για τη δολοφονία του 34χρονου Τιερί Μπισονιέ. Οι αστυνομικοί που ερεύνησαν το διαμέρισμά του αντίκρισαν ένα αποτρόπαιο θέαμα: οστά και ανθρώπινα δόντια scattered στο πάτωμα, τμήματα οστών κρεμασμένα από την οροφή, βάζα με ανθρώπινη τέφρα πάνω στην τηλεόραση και σακούλες αίματος στο ψυγείο.
Ο ίδιος ομολόγησε το έγκλημα, αποκαλύπτοντας ότι είχε ληστέψει τάφους για να συλλέγει υπολείμματα σορών, ενώ εργαζόταν σε νεκροτομείο για να έχει πρόσβαση σε ανθρώπινα σώματα. Ομολόγησε ότι έκοβε μικρά κομμάτια σάρκας από τα πτώματα και τα κατανάλωνε, αρχικά ωμά και αργότερα μαγειρεμένα.
Ο Κλο καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκισης, αλλά αποφυλακίστηκε το 2002, ύστερα από επτά χρόνια. Σήμερα ζει ελεύθερος και έχει εκδώσει το βιβλίο The Cannibal Cookbook, ενώ διατηρεί ιστοσελίδα όπου πουλά «συλλεκτικά αντικείμενα εμπνευσμένα από διαβόητους δολοφόνους».
Σε νέα του συνέντευξη στο podcast Anything Goes with James English, ο 54χρονος Κλο περιέγραψε πώς ξεκίνησε η φρίκη: «Ήμουν 12 ετών όταν είδα ένα περιοδικό με φωτογραφίες από ένα έγκλημα κανιβαλισμού. Οι εικόνες αυτές με σημάδεψαν. Από τότε είχα ψυχοπαθητικές φαντασιώσεις, σκεφτόμουν το να σκίζω σάρκα με τα δόντια μου».
Στα 17 του, απέκτησε «φετίχ για το αίμα» και όταν άρχισε να εργάζεται σε νεκροτομείο, ανακάλυψε πόσο εύκολο ήταν να μείνει μόνος με τα πτώματα. «Όταν ξεκίνησα να δουλεύω εκεί, συνειδητοποίησα πως μπορούσα, όταν έμενα μόνος στις νεκροτομές, να κόψω μικρές λωρίδες σάρκας και να τις φάω. Στην αρχή ωμές, μετά τις έπαιρνα σπίτι και τις μαγείρευα».
Επιπλέον, παραδέχτηκε ότι έκλεβε σακούλες αίματος από το νοσοκομείο όπου δουλεύε, χρησιμοποιώντας πλαστά αυτοκόλλητα ώστε να φαίνεται πως είχαν χρησιμοποιηθεί: «Έπαιρνα δύο ή τρεις σακούλες την εβδομάδα για περίπου έξι μήνες».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πράξεις του δεν σχετίζονταν με τη γεύση, αλλά με «την ένταση, την αδρεναλίνη» που του προκαλούσαν.