Η ζώνη σύγκρουσης των τεκτονικών πλακών Ινδίας και Ευρασίας, γνωστή για τις φονικές σεισμικές δονήσεις που προκαλεί, αναδύεται και πάλι στο προσκήνιο με την πρόσφατη δραστηριότητα στο Αφγανιστάν. Ο Dr. Brian Baptie, σεισμολόγος του British Geological Survey, εξηγεί την αιτία πίσω από την απελευθέρωση του 15% της παγκόσμιας σεισμικής ενέργειας στην περιοχή αυτή, που παραμένει μία από τις πιο επικίνδυνες στον πλανήτη.
«Η δύναμη που προκάλεσε τον τελευταίο σεισμό είναι ίδια με αυτή που οδήγησε στη δημιουργία των Ιμαλαΐων και του Θιβετιανού Οροπεδίου», σημειώνει ο Dr. Baptie, τονίζοντας ότι η Ινδία κινείται προς την Ευρασία με ταχύτητα περίπου 45 χιλιοστών ετησίως. Αυτή η ζώνη σύγκρουσης είναι εξαιρετικά ενεργή σεισμικά, υπεύθυνη για το 15% της συνολικής σεισμικής ενέργειας που εκλύεται παγκοσμίως κάθε χρόνο.
Η περιοχή αυτή χαρακτηρίζεται από υψηλό σεισμικό κίνδυνο και συχνή σεισμική δραστηριότητα, με πολύπλοκα ρηξιγενή συστήματα που εκτείνονται σε ευρεία γεωγραφική έκταση. Η γεωγραφική θέση του Αφγανιστάν έχει οδηγήσει σε ένα μακρύ ιστορικό καταστροφικών σεισμών, ειδικότερα στην περιοχή Hindu Kush, όπου έχουν σημειωθεί 12 σεισμοί άνω των 7 Ρίχτερ από το 1900.
Ωστόσο, άλλες περιοχές της χώρας, όπως η ανατολική και η νοτιοανατολική, πλήττονται επίσης από σεισμικές δονήσεις. «Η κλίμακα της σεισμικής δραστηριότητας, η πιθανότητα πολλαπλών φυσικών καταστροφών και η ποιότητα των κατασκευών στην περιοχή μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές απώλειες ανθρώπινων ζωών», προειδοποιεί ο Dr. Baptie.
Ο σεισμολόγος αναφέρει χαρακτηριστικές τραγωδίες από το παρελθόν, όπως τον σεισμό 6,0 της νοτιοανατολικής χώρας το 2022, που στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 1.000 ανθρώπους, καθώς και τη σειρά ισχυρών σεισμών 6,3 στην επαρχία Χεράτ το 2023, που προκάλεσε τον θάνατο περίπου 1.500 ανθρώπων. Επίσης, αναφέρει τον φονικό σεισμό 7,6 Ρίχτερ κοντά στο Μουζαφαραμπάντ του Κασμίρ το 2005, ο οποίος είχε τουλάχιστον 76.000 θύματα.