Κατά τη διάρκεια της απολογίας του, ο κατηγορούμενος ως αρχηγός του κυκλώματος εξαπάτησης υποστήριξε ότι τα θύματά του γνώριζαν πως τα χρήματα που του έδιναν θα χρησιμοποιούνταν για τζόγο στο καζίνο. Αρνούμενος τις κατηγορίες που του αποδίδονται, ισχυρίστηκε ότι οι ίδιοι οι επενδυτές τον παρακαλούσαν να παίξει τα χρήματά τους, προσδοκώντας σε τοκογλυφικούς τόκους που φτάνουν το 80% το μήνα. Όταν δεν μπορούσε να τους επιστρέψει τα χρήματα, εκείνοι τον αποκαλούσαν απατεώνα.
Ο κατηγορούμενος, που έχει ήδη προφυλακιστεί, δήλωσε ότι είναι εθισμένος στον τζόγο εδώ και 40 χρόνια και ότι η οικονομική του κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη, με το σπίτι του να βγαίνει σε πλειστηριασμό. Υποστήριξε ότι ποτέ δεν είπε στους επενδυτές ότι δανείζει την επιχείρηση του καζίνο, η οποία δεν χρειάζεται δανεισμό από άτομα με οικονομική επιφάνεια. Κατήγγειλε ότι οι μηνυτές, προσπαθώντας να αποσπάσουν κέρδη, του έδωσαν μαύρα χρήματα για να κερδίσουν εύκολα και γρήγορα.
Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, οι καταγγελίες για ληστεία από τον Σπύρο Μαρτίκα είναι προϊόν φαντασίας και όλοι οι επενδυτές έδωσαν τα χρήματά τους με τη θέλησή τους, χωρίς απατηλές υποσχέσεις. Ανέφερε ότι όλοι δήλωναν ότι δεν τους ενδιέφερε αν τα χρήματα ήταν αδήλωτα, εφόσον υπήρχε η δυνατότητα για υπέρογκα κέρδη.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δεν έχει καμία σχέση με την καταγγελλόμενη ληστεία και ότι το ποσό που ζητούσε ο Μαρτίκας ήταν εξωπραγματικό. Παρά την υπόσχεσή του να ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης από τον τζόγο αν αφεθεί ελεύθερος, αυτό δεν πείθει τις αρχές.
Από την άλλη πλευρά, ο υπαρχηγός του κυκλώματος δήλωσε ότι είναι αθώος και τίμιος βιοπαλαιστής, προσπαθώντας να ζήσει σεβαστά την οικογένειά του. Ισχυρίστηκε ότι η εταιρεία του είχε τζίρο άνω των 500.000 ευρώ πέρσι και ότι κατηγορείται άδικα. Υποστήριξε ότι είχε φιλικές σχέσεις με τον Μαρτίκα και ότι είχε δανείσει χρήματα σε αυτόν.
Ο υπαρχηγός κατήγγειλε ότι είναι θύμα καλοστημένης κομπίνας, υποστηρίζοντας ότι του έχει απαγορευτεί η είσοδος στο καζίνο λόγω της επαγγελματικής του ενασχόλησης με το πόκερ.