Η δομή του κυκλώματος που δραστηριοποιούνταν στην Κρήτη ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη και εκτενή. Η οργάνωση είχε αναπτύξει δίκτυο που περιλάμβανε τη διακίνηση ναρκωτικών, εκβιασμούς και βομβιστικές επιθέσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα μέλη της οργάνωσης ήταν οργανωμένα σε υποομάδες με συγκεκριμένους ρόλους και αρμοδιότητες. Στον κεντρικό πυρήνα βρίσκονταν ο φερόμενος ως αρχηγός και οι στενότεροι συνεργάτες του, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα όπως «Αυστραλός», «Μικρός», «Άτζελα», «Μπίγκαλης», και «Στρατηγός». Επιπλέον, η οργάνωση ήταν διαρθρωμένη σε τρεις βασικές ομάδες.
Η πρώτη ομάδα αποτελούνταν από 13 μέλη της ίδιας οικογένειας, οι οποίοι φέρονται να συντόνιζαν τη διακίνηση ναρκωτικών, δίνοντας εντολές στους street dealers. Υπήρξε επίσης ομάδα που ασχολούνταν με τη διακίνηση οπλισμού και πυρομαχικών, ενώ στην οργάνωση συμμετείχαν και ένστολοι, όπως στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς και ένας Αρχιμανδρίτης και ένας δικηγόρος από τα Χανιά.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, πέρα από τη διακίνηση ναρκωτικών και όπλων, η οργάνωση κατάφερε να αποσπάσει περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω του 1.500.000 ευρώ μέσω εκβιασμών από την Εκκλησιαστική Κοινότητα του νησιού.
Η έρευνα της Ασφάλειας Χανίων αποκάλυψε ότι οι βασικές πιάτσες διακίνησης ναρκωτικών ήταν το Πάρκο Ειρήνης & Φιλίας, το Ενετικό λιμάνι Χανίων και η Πλατεία «1866», με τα μέλη της οργάνωσης να έχουν πραγματοποιήσει περισσότερες από 5.800 διακινήσεις ναρκωτικών.
Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν προέκυψε ότι η ομάδα διακίνησης λειτουργούσε με εντολές και προμήθεια ναρκωτικών από μέλη της οικογένειας. Τα μέλη της οικογένειας δρούσαν για λογαριασμό του φερόμενου ως αρχηγού και του «Αυστραλού», κανονίζοντας την κατεύθυνση των ναρκωτικών.
Όσο για τα έσοδα από τις παράνομες δραστηριότητες, την αποδοχή πληρωμών μέσω IRIS και τη χρήση νόμιμων επιχειρήσεων ως «πλυντήριο» μαύρου χρήματος, αποκαλύπτει τη σοβαρότητα της κατάστασης και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για τη νομιμοποίηση των χρημάτων τους.